Σάββατο 26 Απριλίου 2008

Ανοιξιάτικο απόγευμα

Τα ολοκαίνουρια γυαλιά ηλίου έκρυβαν το βλέμμα σου. Δεν μπόρεσαν όμως να κρύψουν το δάκρυ που κύλησε από τα μάτια σου. Ο απογευματινός ανοιξιάτικος ήλιος αιχμαλώτισε την μικρή σταγόνα και την μετέτρεψε σ' ένα πολύχρωμο διαμάντι που κύλησε από το μάγουλό σου στο χώμα. Ήταν το μόνο που σου είχε μείνει να δώσεις. Ξεροκατάπιες και κοίταξες αδιάφορα κάπου αλλού.
Τι άλλο να έκανες δηλαδή;

Τρίτη 22 Απριλίου 2008

Θυμάμαι κι ονειρεύομαι

Παλεύουν μέσα μου δυό λέξεις.

"Θυμάμαι". Με πάει πίσω. Στο παρελθόν. Θυμάμαι πάρα πολλά, σημαντικά κι ασήμαντα. Αυτή είναι η κάταρα μου. Και κάθε μέρα το κεφάλαιο αυτό μεγαλώνει. Όλα είναι φανερά. Κι όσο τα σκέφτομαι γίνονται ακόμα πιο προφανή. Και ισοπεδώνονται. Ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Αποχρώσεις του γκρί που ξεθωριάζουν.

"Ονειρεύομαι". Με πάει μπροστά. Στο μέλλον. Σε κάτι όμως που ακόμα δεν υπάρχει. Έχει μαγευτικά χρώματα αλλά καμμιά μορφή δεν ξεχωρίζει. Το πράσινο δεν είναι τα δέντρα. Το μπλέ δεν είναι η θάλασσα και το κόκκινο δεν είναι αίμα. Είναι πολύχρωμη η αγωνία της καρδιάς μου.

Θα προτιμήσω να χαθώ μέσα στο ουράνιο τόξο τώρα, παρά στη γκρί μούχλα που άρχισε να σε σκεπάζει.

Κυριακή 20 Απριλίου 2008

Κάθε φορά πιο μακριά

Όπου βρω δρόμο, τον βαδίζω. Όπου βρω χώρο, τον καταλαμβάνω.Ένα βήμα τη φορά, αλλά πάντα προς την ίδια κατεύθυνση. Ένα βήμα τη φορά και κάθε φορά πιο μακριά από τον εαυτό μου.

Το παραδέχομαι. Δείλιασα. Δίστασα. Ζούσα τα όνειρα των άλλων και κατέληξα να γίνω ένας άλλος.
Πλήρωσα. Αλλά δεν έγινα φτωχότερος.

Είναι δύσκολο κάθε φορά να αναρωτιέσαι τι κρύβεται πίσω από την επόμενη γωνία. Είναι κουραστικό να αναρωτιέσαι τι κρύβεται πίσω από το επόμενο χαμόγελο και την τυχαία τάχα ματιά. Αυτή είναι η ζωη μου όμως και αντίθετα με σένα, εγώ αποφάσισα να τη ζήσω. Η αγωνία με κρατάει ζωντανό και κάθε πρωί η μέρα μου υπόσχεται. Μόνο εγώ λοιπόν θα εκπληρώσω τις επιθυμίες και τα όνειρά της. Μόνο εγώ θα της δώσω πίσω το χαμένο της νόημα.

Πάτησα off στα τεχνολογικά θαύματα που με περιτριγυρίζουν και αναζητώ το μόνο σκοτάδι που δε νίκησα ποτέ. Αυτό της ψυχής σου. Ζητάω βοήθεια από το ένα και μοναδικό φως που ποτέ υπήρξε. Αυτό των ματιών σου.

Τρίτη 15 Απριλίου 2008

Η σκουπιδούλα

Ήξερα μια κοπελίτσα
από μάζα σκουπιδιών.
Ήτανε πολύ βρωμιάρα
κι είχε μπόχα οχτώ ασβών.

Ήταν πάντοτε θλιμμένη
και στις μαύρες τις στιγμές,
ίσως επειδή περνούσε
μέρες στις χωματερές.

Τη μόνη όμορφη στιγμή
της τη χάρισε ο Χάρης,
που ήτανε της γειτονιάς
ο ωραίος σκουπιδιάρης.

Την αγάπησε πολύ
Και της πήρε δαχτυλίδι,
Αλλά εκείνη είχε πέσει
Στο σκουπιδοφάγο ήδη.


Tim Burton, Ο μελαγχολικός θάνατος του Στρειδάκη, και άλλες ιστορίες.

Δευτέρα 14 Απριλίου 2008

Παντού οι άλλοι και πουθενά εσύ

Μπήκα στο άδειο σου σπίτι, στην άδεια σου ζωή. Στο ραδιόφωνο έπαιζε το αγαπημένο μας τραγούδι. Πάνω στο γραφείο σου ήταν ανοιχτό το ημερολόγιό σου σε σελίδες που έγραφαν για τις παλιές σου αγάπες. Ήξερες καλά ότι θα το δω. Κι είχες φροντίσει να κρεμάσεις και τις φωτογραφίες τους στον τοίχο. Παντού οι άλλοι και πουθενά εσύ.

Κοίταξα τον όμορφο πίνακα πάνω από το κρεβάτι σου κι αναρωτήθηκα τί ψέμα έλεγες όταν σε ρωτούσαν που τον βρήκες;

Άνοιξα τα συρτάρια σου, μύρισα τα ρούχα σου, άγγιξα τα κοσμήματά σου. Σε έψαξα απελπισμένα. Παντού οι άλλοι και πουθενά εσύ.

Είναι πολύ το πλήθος για να μπορέσεις να με δεις ανάμεσά του. Είναι πολύ το πλήθος για να μπορέσεις να μείνεις λίγο μόνη σου. Δεν στο επιτρέπουν. Αυτοί οι άλλοι. Είναι τόσο πολλοί και αποφασισμένοι. Γιατι να κουραζόμαστε τώρα;

Άφησα ένα σημάδι να το βλέπεις και να με θυμάσαι. Έκλεισα την πόρτα πίσω μου και κατέβηκα τις σκάλες. Στριφογυρνούσαν τα βήματά μου, στριφογυρνούσε και η σκέψη μου. Φωνές. Γείτονες. Φασαρία...

Παντού οι άλλοι και πουθενά εσύ...